θυμιαστής

θυμιαστής
ο [θυμιάζω]
1. αυτός που θυμιάζει, αυτός που θυμιατίζει
2. μτφ. κόλακας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θυμιαστής — ο αυτός που θυμιατίζει, ο κόλακας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θυμιατής — ο [θυμιώ] θυμιαστής* …   Dictionary of Greek

  • θυμιατιστής — ο [θυμιατίζω] θυμιαστής …   Dictionary of Greek

  • θυμιατιστής — ο ο θυμιαστής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”